bn:00074398n
Noun Concept
EL
εσάρπα  σάλι  σάρπα  έκλεψε
EL
Συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθως στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη Greek Open Multilingual WordNet
English:
vestment
Definitions
Relations
Sources
EL
Συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθως στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη Greek Open Multilingual WordNet
HAS KIND
DESCRIBED BY SOURCE
SAID TO BE THE SAME AS
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations