bn:00074479n
Noun Concept
Categories: Εστίες
EL
σόμπα  θερμάστρα  κλίβανος  φούρνος  ξυλόσομπα
EL
Συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων Greek Open Multilingual WordNet
Μια σόμπα είναι μία μεταλλική κατασκευή, όπου το καύσιμο καίγεται για να παρέχει θερμότητα, είτε για τη θέρμανση του χώρου στον οποίο βρίσκεται η σόμπα, ή για το μαγείρεμα του φαγητού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata