bn:00076299n
Noun Concept
Categories: Είδη ξύλου, Τροπικά δάση, Ξύλο
EL
τικ  ξύλο τικ  σκληρό ξύλο τικ  Teak  teakwood
EL
Σκληρό και ανθεκτικό ξύλο από δέντρο τροπικών χωρών, που το χρησιμοποιούν στη ναυπηγική, στην επιπλοποιία, σε οικοδομικές κατασκευές κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
δέντρο
Definitions
Relations
Sources
EL
Σκληρό και ανθεκτικό ξύλο από δέντρο τροπικών χωρών, που το χρησιμοποιούν στη ναυπηγική, στην επιπλοποιία, σε οικοδομικές κατασκευές κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Τικ στα ελληνικά, ή Teak, αγγλ. teak, είναι τροπικό είδος δασοπονικού δέντρου της Ασίας. Wikipedia
Είδος τροπικού δέντρου γνωστό για το ξύλο του Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
EL
Wikipedia Redirections
WordNet Translations