bn:00077267n
Noun Concept
EL
χρόνος  ώρα  χρόνο
EL
Το καθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι ή το οποίο διατίθεται για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το καθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι ή το οποίο διατίθεται για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations