bn:00085147v
Verb Concept
EL
χρονομετρώ
EL
Μετρώ το χρόνο ή τη διάρκεια ενός γεγονότος ή πράξης που εκτελεί κάποιος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μετρώ το χρόνο ή τη διάρκεια ενός γεγονότος ή πράξης που εκτελεί κάποιος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary