bn:00077309n
Noun Concept
EL
χρονοδιακόπτης  χρονόμετρο
EL
Συσκευή με ηλεκτρονικά εξαρτήματα, με τα οποία είναι δυνατή η διακοπή, η αποκατάσταση ή η μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων σε προκαθορισμένο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή με ηλεκτρονικά εξαρτήματα, με τα οποία είναι δυνατή η διακοπή, η αποκατάσταση ή η μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων σε προκαθορισμένο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations