bn:00079481n
Noun Concept
Categories: Χημικές ιδιότητες, Ύλη
EL
χημικό σθένος  σθένος  ατομικότητα  δύναμη  Δισθενές
EL
(χημ.) το σθένος ενός χημικού στοιχείου Greek Open Multilingual WordNet
English:
chemistry
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημ.) το σθένος ενός χημικού στοιχείου Greek Open Multilingual WordNet
Ως χημικό σθένος χαρακτηρίζεται αφενός η αναλογία ένωσης ενός στοιχείου με άλλα, αφετέρου η ενωτική ικανότητα αυτού. Wikipedia