bn:00080752n
Noun Concept
EL
ντύσιμο
EL
Η ενέργεια του ντύνομαι, φοράω ρούχα ή στολίδια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του ντύνομαι, φοράω ρούχα ή στολίδια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet