bn:00080980n
Noun Concept
EL
τροχοφόρο όχημα
EL
Όχημα που κινείται με τροχούς και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όχημα που κινείται με τροχούς και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations