bn:00010248n
Noun Concept
Categories: Ποδηλασία, Οχήματα, Βιώσιμη κινητικότητα
EL
ποδήλατο  ποδήλατα
EL
Δίτροχο όχημα που κινείται με τη δύναμη που ο αναβάτης ασκεί για να περιστρέψει τα πεντάλια, που κινούν μια αλυσίδα που μεταδίδει την κίνηση στους τροχούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δίτροχο όχημα που κινείται με τη δύναμη που ο αναβάτης ασκεί για να περιστρέψει τα πεντάλια, που κινούν μια αλυσίδα που μεταδίδει την κίνηση στους τροχούς Greek Open Multilingual WordNet
Το ποδήλατο αποτελεί ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο μεταφορικό μέσο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations