bn:00082177v
Verb Concept
EL
απασχολώ  απορροφώ
EL
Απασχολώ ολοκληρωτικά, καταλαμβάνω ή απαιτώ το χρόνο, τη σκέψη ή τις δυνάμεις κάποιου αποκλειστικά, σε σημείο που να μην ασχολείται με τίποτα άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Απασχολώ ολοκληρωτικά, καταλαμβάνω ή απαιτώ το χρόνο, τη σκέψη ή τις δυνάμεις κάποιου αποκλειστικά, σε σημείο που να μην ασχολείται με τίποτα άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet