bn:00016581n
Noun Concept
Categories: Σεξουαλικότητα, Ευνούχοι
EL
ευνούχος  ευνουχίζω  ευνούχοι
EL
Ο όρος ευνούχος αναφέρεται γενικά σε έναν άνδρα, συνήθως της αρχαιότητας, ο οποίος έχει ευνουχιστεί προκειμένου να επιτελέσει συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Wikipedia
English:
court official
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος ευνούχος αναφέρεται γενικά σε έναν άνδρα, συνήθως της αρχαιότητας, ο οποίος έχει ευνουχιστεί προκειμένου να επιτελέσει συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations