bn:00022407n
Noun Concept
Categories: Μαγειρική
EL
μάγειρας  μάγειρος  μαγείρισσα  σύντομη μάγειρας προκειμένου
EL
Αυτός που ασχολείται με τη μαγειρική ή έχει μαγειρέψει συγκεκριμένο φαγητό Greek Open Multilingual WordNet
English:
profession
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ασχολείται με τη μαγειρική ή έχει μαγειρέψει συγκεκριμένο φαγητό Greek Open Multilingual WordNet
Μάγειρας είναι το άτομο που ασχολείται με την προετοιμασία και το μαγείρεμα των τροφίμων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations