bn:00086459v
Verb Concept
EL
αναβάλλω  αναβάλει  αναβάλει την
EL
Μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations