bn:00087330v
Verb Concept
EL
παρασύρω  ωθώ
EL
Σπρώχνω κάτι ή κάποιον σε μια κατάσταση ή προς μια κατεύθυνση, μεταφορικά ή κυριολεκτικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σπρώχνω κάτι ή κάποιον σε μια κατάσταση ή προς μια κατεύθυνση, μεταφορικά ή κυριολεκτικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet