bn:00087866v
Verb Concept
EL
πειραματίζομαι  πειραματιστούν
EL
Κάνω, εκτελώ πειράματα· δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω, εκτελώ πειράματα· δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations