bn:00088477v
Verb Concept
EL
σφυρηλατώ  χαλκεύω
EL
Κατεργάζομαι,κατασκευάζω κτ επεξεργαζόμενος τον χαλκό ή και άλλο μέταλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κατεργάζομαι,κατασκευάζω κτ επεξεργαζόμενος τον χαλκό ή και άλλο μέταλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary