bn:00089159v
Verb Concept
EL
τσεκουρώνω
EL
Χτυπώ κάποιον με τσεκούρι ή τόσο δυνατά σαν να έχω τσεκούρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χτυπώ κάποιον με τσεκούρι ή τόσο δυνατά σαν να έχω τσεκούρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet