bn:00042730n
Noun Concept
Categories: Μηχανικά εργαλεία χειρός, Οικοδομικά εργαλεία
EL
σφυρί  σφυριά
EL
Ξυλουργικό,σιδηρουργικό ή οικοδομικό εργαλείο που αποτελείται από ένα μεταλλικό στοιχείο,με πεπλατυσμένες,ημισφαιρικές ή αιχμηρές άκρες,επάνω στο οποίο υπάρχει υποδοχή όπου στερεώνεται μια ξύλινη συνήθως χειρολαβή και χρησιμεύει στο κάρφωμα,το σπάσιμο,τη στερέωση κ.λπ. άλλων υλικών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ξυλουργικό,σιδηρουργικό ή οικοδομικό εργαλείο που αποτελείται από ένα μεταλλικό στοιχείο,με πεπλατυσμένες,ημισφαιρικές ή αιχμηρές άκρες,επάνω στο οποίο υπάρχει υποδοχή όπου στερεώνεται μια ξύλινη συνήθως χειρολαβή και χρησιμεύει στο κάρφωμα,το σπάσιμο,τη στερέωση κ.λπ. άλλων υλικών Greek Open Multilingual WordNet
Το σφυρί είναι σιδερένιο συνήθως εργαλείο με λαβή, συνήθως ξύλινη αλλά και μεταλλική. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Translations