bn:00088885v
Verb Concept
EL
γλιστράω  γλιστρώ
EL
Ξεφεύγω,διέρχομαι μέσα από πλαίσιο ή πλέγμα που θα μπορούσε να σταματήσει ή να περιορίσει την κίνησή μου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ξεφεύγω,διέρχομαι μέσα από πλαίσιο ή πλέγμα που θα μπορούσε να σταματήσει ή να περιορίσει την κίνησή μου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet