bn:00090197v
Verb Concept
EL
γαρνίρω
EL
Προσθέτω κάτι για γαρνιτούρα(π.χ. θα γαρνίρω το κρέας με πατάτες) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσθέτω κάτι για γαρνιτούρα(π.χ. θα γαρνίρω το κρέας με πατάτες) Greek Open Multilingual WordNet
CATEGORY DOMAIN
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet