bn:00090603v
Verb Concept
EL
μακιγιάρω
EL
Καλύπτω το πρόσωπο με πολύ λεπτό στρώμα από καλλυντικά με στόχο τον καλλωπισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καλύπτω το πρόσωπο με πολύ λεπτό στρώμα από καλλυντικά με στόχο τον καλλωπισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet