bn:00092592v
Verb Concept
EL
συρρικνώνω
EL
Μειώνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με μείωση της θερμοκρασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μειώνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με μείωση της θερμοκρασίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet