bn:00093939v
Verb Concept
EL
καπνίζω
EL
Βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό που παράγεται από την καύση και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό που παράγεται από την καύση και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki