bn:00095812v
Verb Concept
EL
δουλεύω  εργάζομαι
EL
Ασχολούμαι με κάτι χρησιμοποιώντας τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για συγκεκριμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ασχολούμαι με κάτι χρησιμοποιώντας τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για συγκεκριμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki