bn:00101714a
Adjective Concept
EL
αδρανές  ανενεργό
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο που δεν είναι ενεργό, προσωρινά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο που δεν είναι ενεργό, προσωρινά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet