bn:00106505a
Adjective Concept
EL
ώριμος
EL
Αυτός που έχει φτάσει σε ένα ανώτατο στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κ.τ.λ., και γι΄ αυτό είναι κατάλληλος για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει φτάσει σε ένα ανώτατο στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κ.τ.λ., και γι΄ αυτό είναι κατάλληλος για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet