bn:00107786a
Adjective Concept
EL
ηλικιωμένος
EL
Αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet