bn:00112774a
Adjective Concept
EL
ανελεύθερος
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η απουσία ελευθερίας, που δεν έχει ελεύθερη βούληση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η απουσία ελευθερίας, που δεν έχει ελεύθερη βούληση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet