bn:00103299a
Adjective Concept
EL
ελεύθερος
EL
Αυτός που δεν υπόκειται σε περιορισμούς ή στη βούληση άλλου, που πράττει σύμφωνα με τη δική του βούληση, χωρίς να εμποδίζεται ή να καθοδηγείται από άλλον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν υπόκειται σε περιορισμούς ή στη βούληση άλλου, που πράττει σύμφωνα με τη δική του βούληση, χωρίς να εμποδίζεται ή να καθοδηγείται από άλλον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet