bn:00298333n
Noun Concept
Categories: Ορολογία της αρχαιολογίας
EL
Όστρακο  Óstrakon  ostracon  όστρακα  όστρακον
EL
Κατά την Αρχαιολογία ο όρος όστρακο σημαίνει γενικά κάθε κυρτό αντικείμενο, ειδικότερα όμως κάθε τεμάχιο ή θραύσμα πήλινου αγγείου. Wikipedia
Greek:
αρχαιολογία
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατά την Αρχαιολογία ο όρος όστρακο σημαίνει γενικά κάθε κυρτό αντικείμενο, ειδικότερα όμως κάθε τεμάχιο ή θραύσμα πήλινου αγγείου. Wikipedia
Την ονομασία που δίνεται στα θραύσματα αγγείων και ερευνά η αρχαιολογική οστρακολογία Wikipedia Disambiguation
BabelNet
Wikidata
Wikipedia Translations