bn:00403026n
Noun Concept
Categories: Μαστός
EL
τόπλες  topless  toplessness  τόπλες χορευτής
EL
Τόπλες είναι ένας όρος αρχικά από την αγγλική γλώσσα που σημαίνει χωρίς την κορυφή, δηλαδή, χωρίς την ένδυση που καλύπτει τον κορμό. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Τόπλες είναι ένας όρος αρχικά από την αγγλική γλώσσα που σημαίνει χωρίς την κορυφή, δηλαδή, χωρίς την ένδυση που καλύπτει τον κορμό. Wikipedia
BabelNet
EL
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations