bn:00002870n
Noun Concept
Categories: Αλιγατορίδες
EL
αλιγάτορας  gator  αλιγάτορα
EL
Είδος αμφίβιου ερπετού, που μοιάζει με τον κροκόδιλο, αλλά έχει πιο πλατύ ρύγχος και δόντια που προεξέχουν όταν το στόμα είναι κλειστό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος αμφίβιου ερπετού, που μοιάζει με τον κροκόδιλο, αλλά έχει πιο πλατύ ρύγχος και δόντια που προεξέχουν όταν το στόμα είναι κλειστό Greek Open Multilingual WordNet
Ο αλιγάτορας είναι ερπετό που ανήκει στην οικογένεια των κροκοδειλιδών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations