bn:00003815n
Noun Concept
EL
Ανανάς  γένος Ananas  ananas  γένους ananas
EL
Γένος τροπικών αμερικανικών φυτών, με ξιφοειδή φύλλα και σαρκώδη σύνθετα φρούτα, που αποτελούνται από τα φρούτα πολλών λουλουδιών, όπως ο ανανάς Greek Open Multilingual WordNet
English:
genus
Definitions
Relations
Sources
EL
Γένος τροπικών αμερικανικών φυτών, με ξιφοειδή φύλλα και σαρκώδη σύνθετα φρούτα, που αποτελούνται από τα φρούτα πολλών λουλουδιών, όπως ο ανανάς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL