bn:00007293n
Noun Concept
EL
εξουσία  άδεια  αρχή  έγκριση  εξουσιοδότηση
EL
Η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κάποιον άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κάποιον άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations