bn:00022283n
Noun Concept
EL
έλεγχος  έλεγχο
EL
Η δύναμη να διευθύνεις κάτι ή να το καθορίζεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δύναμη να διευθύνεις κάτι ή να το καθορίζεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations