bn:00014309n
Noun Concept
Categories: Γυναικεία υγεία
EL
κλειτορίδα  κλειτορίδας  κλειτορίδας βάλανο  κλειτορίδος βαλάνου  κλειτορίδος χαλινός
EL
Στυτική δομή η οποία είναι το γυναικείο σεξουαλικό αισθητήριο που παίζει σημαντικότατο ρόλο κατά τη συνουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στυτική δομή η οποία είναι το γυναικείο σεξουαλικό αισθητήριο που παίζει σημαντικότατο ρόλο κατά τη συνουσία Greek Open Multilingual WordNet
Η κλειτορίδα είναι θηλυκό σεξουαλικό όργανο που υπάρχει σε θηλαστικά, στρουθοκαμήλους και σε έναν περιορισμένο αριθμό άλλων ζώων. Wikipedia