bn:00018175n
Noun Concept
EL
κερασιά  κεράσι  κεράσια
EL
Ψηλό φυλλοβόλο, οπωροφόρο δέντρο με λείο και ίσιο κορμό, που ευδοκιμεί στα μέσα εύκρατα κλίματα και καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγεστους καρπούς του Greek Open Multilingual WordNet
English:
fruit
Definitions
Relations
Sources
EL
Ψηλό φυλλοβόλο, οπωροφόρο δέντρο με λείο και ίσιο κορμό, που ευδοκιμεί στα μέσα εύκρατα κλίματα και καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγεστους καρπούς του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations