bn:00018176n
Noun Concept
Categories: Δρύπες, Σύμβολα της Γιούτα, Φρούτα
EL
κεράσι  πετροκέρασο  κεράσια  Κεράσιον
EL
Ο σφαιρικός καρπός της κερασιάς, ο οποίος έχει κόκκινο ως σκούρο κόκκινο χρώμα, χυμώδη, γλυκιά και αρωματική σάρκα, η οποία περιβάλλει ένα απλό κουκούτσι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο σφαιρικός καρπός της κερασιάς, ο οποίος έχει κόκκινο ως σκούρο κόκκινο χρώμα, χυμώδη, γλυκιά και αρωματική σάρκα, η οποία περιβάλλει ένα απλό κουκούτσι Greek Open Multilingual WordNet
Κεράσια ονομάζονται οι καρποί του δένδρου της κερασιάς Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections