bn:00028917n
Noun Concept
Categories: Βοτανολογική ονοματολογία, Ανατομία φυτών, Μορφολογία φυτών, Καρπός, Μορφολογία καρπών
EL
δρύπη  δρύπες  πυρηνόκαρπα
EL
Σαρκώδης καρπός με μονό κουκούτσι και με χυμώδες σκληρό ή ινώδες περίβλημα. Π.χ. αμύγδαλο, ροδάκινο, δαμάσκηνο, κεράσι, ελιά, τζίτζιφο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σαρκώδης καρπός με μονό κουκούτσι και με χυμώδες σκληρό ή ινώδες περίβλημα. Π.χ. αμύγδαλο, ροδάκινο, δαμάσκηνο, κεράσι, ελιά, τζίτζιφο Greek Open Multilingual WordNet
Δρύπη ονομάζεται κάθε σαρκώδης καρπός, ο οποίος έχει υμενώδες εξωκάρπιο, σαρκώδες μεσοκάρπιο και ξυλώδες ενδοκάρπιο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations