bn:00018661n
Noun Concept
EL
επιλογή  επιλογές  επιλογής
EL
Το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι, να επιλέγει κάτι, να ξεχωρίζει από ένα σύνολο το καλύτερο ή να αποφασίζει ανάμεσα σε ορισμένες λύσεις, δυνατότητες κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι, να επιλέγει κάτι, να ξεχωρίζει από ένα σύνολο το καλύτερο ή να αποφασίζει ανάμεσα σε ορισμένες λύσεις, δυνατότητες κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations