bn:00019052n
Noun Concept
Categories: Τεττιγίδες
EL
τζίτζικας  τζιτζίκι  Τεττιγίδες  Τέττιξ  cicadidae
EL
Έντομο αρκετά μεγάλο που τρέφεται από χυμούς δέντρων· το αρσενικό έχει κάτω από τα φτερά του ένα ηχητικό όργανο που παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έντομο αρκετά μεγάλο που τρέφεται από χυμούς δέντρων· το αρσενικό έχει κάτω από τα φτερά του ένα ηχητικό όργανο που παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Το τζιτζίκι ή ο τζίτζικας ή ζίζιρος είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια των Τεττιγιδών, ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ, που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά. Wikipedia
έντομο Wikidata
Οικογένεια εντόμων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations