bn:00019603n
Noun Concept
EL
πρόταση  ρήτρα  ρήτρες
EL
(γλωσσολογία) τμήμα του λόγου που αποτελείται από ένα ονοματικό μέρος (σε ρόλο υποκειμένου) και ένα ρηματικό μέρος (σε ρόλο κατηγορήματος), το τμήμα του λόγου που έχει ως συντακτικό πυρήνα ένα ρήμα Greek Open Multilingual WordNet
English:
grammar
syntax
linguistics
Definitions
Relations
Sources
EL
(γλωσσολογία) τμήμα του λόγου που αποτελείται από ένα ονοματικό μέρος (σε ρόλο υποκειμένου) και ένα ρηματικό μέρος (σε ρόλο κατηγορήματος), το τμήμα του λόγου που έχει ως συντακτικό πυρήνα ένα ρήμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations