bn:00019957n
Noun Concept
Categories: Δωμάτια, Έπιπλα
EL
ντουλάπα  Αρμάρι  γκαρνταρόμπα  ντουλάπι
EL
Το ψηλό έπιπλο, το οποίο κλείνει με πόρτα ή πορτόφυλλα και χρησιμοποιείται για τη φύλαξη ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
English:
furniture
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ψηλό έπιπλο, το οποίο κλείνει με πόρτα ή πορτόφυλλα και χρησιμοποιείται για τη φύλαξη ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
Η ντουλάπα είναι ένας περίκλειστος χώρος που χρησιμοποιείται για γενική αποθήκευση. Wikipedia
Γκαρνταρόμπα, από την Ιταλική λέξη Guarda roba, είναι το σημείο ή δωμάτιο στις κατοικίες, όπου φυλάμε και κρεμάμε τα ρούχα μας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations