bn:00020144n
Noun Concept
Categories: Ψυκτικά, Προϊόντα του πετρελαίου, Καύσιμα
EL
κηροζίνη  κηροζίνης  με πετρέλαιο  πετρέλαιο  φωτιστικό πετρέλαιο
EL
Εύφλεκτο έλαιο που χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε λάμπες και καυστήρες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources