bn:00022726n
Noun Concept
EL
κρανιά  δέντρο κρανιά  κρανιάς
EL
Είδος δέντρου με πολύ σκληρό ξύλο και μικρούς σφαιρικούς βαθυκόκκινους καρπούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος δέντρου με πολύ σκληρό ξύλο και μικρούς σφαιρικούς βαθυκόκκινους καρπούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations