bn:00024295n
Noun Concept
EL
αγγούρι  αγγουριά  cuke
EL
Ο επιμήκης και κυλινδρικός καρπός της αγγουριάς, με άσπρη ή πρασινωπή σάρκα, άγουρη, τραγανή και δροσιστική, που τρώγεται ωμή σε σαλάτες ή διατηρημένη σε ξίδι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο επιμήκης και κυλινδρικός καρπός της αγγουριάς, με άσπρη ή πρασινωπή σάρκα, άγουρη, τραγανή και δροσιστική, που τρώγεται ωμή σε σαλάτες ή διατηρημένη σε ξίδι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
EL