bn:00026284n
Noun Concept
EL
οδοντοτεχνίτης  οδοντοτεχνίτη  denturist
EL
Ο τεχνίτης που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή τεχνητών δοντιών ή οδοντοστοιχιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τεχνίτης που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή τεχνητών δοντιών ή οδοντοστοιχιών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations