bn:00028872n
Noun Concept
Categories: Φαρμακευτική
EL
δρόγη  φάρμακο  ναρκωτικό  ναρκωτικά  ουσία
EL
Κάτι που χρησιμοποιείται σαν φάρμακο ή σαν ναρκωτικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάτι που χρησιμοποιείται σαν φάρμακο ή σαν ναρκωτικό Greek Open Multilingual WordNet
Δρόγη είναι ο όρος που συνδέεται με τα φαρμακευτικά κυρίως φυτά, αλλά συχνά και με εκείνα που έχουν κάποια άλλη χρήση, καθώς και με τα αντίστοιχα ζωικής προέλευσης ή ορυκτά. Wikipedia
Χημική ουσία που έχει επιρροή στο βιολογικό σώμα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations