bn:00033794n
Noun Concept
EL
κούραση  κόπωση  καταπόνηση  κόπος  εξάντληση
EL
Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος ύστερα από υπερβολική εργασία ή από ψυχική ή σωματική ένταση και η οποία εκδηλώνεται ως αίσθηση αδυναμίας και εξάντλησης Greek Open Multilingual WordNet
English:
physiology
physical
medicine
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος ύστερα από υπερβολική εργασία ή από ψυχική ή σωματική ένταση και η οποία εκδηλώνεται ως αίσθηση αδυναμίας και εξάντλησης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations